συνεκδοχικός

συνεκδοχικός
-ή, -ό / συνεκδοχικός, -ή, -όν, ΝΑ [συνεκδοχή]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην συνεκδοχή
2. αυτός που λέγεται κατά συνεκδοχή.
επίρρ...
συνεκδοχικώς / συνεκδοχικῶς ΝΜΑ, και συνεκδοχικά Ν
κατά συνεκδοχή
μσν.
μερικώς
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «συνεκδοχικῶς
συλληπτικώς».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνεκδοχικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη συνεκδοχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνεκδοχικώτερον — συνεκδοχικός making use of adverbial comp συνεκδοχικός making use of masc acc comp sg συνεκδοχικός making use of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδοχικῶν — συνεκδοχικός making use of fem gen pl συνεκδοχικός making use of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδοχικόν — συνεκδοχικός making use of masc acc sg συνεκδοχικός making use of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδοχικῶς — συνεκδοχικός making use of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδοχικῷ — συνεκδοχικός making use of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”