- συνεκδοχικός
- -ή, -ό / συνεκδοχικός, -ή, -όν, ΝΑ [συνεκδοχή]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην συνεκδοχή2. αυτός που λέγεται κατά συνεκδοχή.επίρρ...συνεκδοχικώς / συνεκδοχικῶς ΝΜΑ, και συνεκδοχικά Νκατά συνεκδοχήμσν.μερικώςαρχ.(κατά τον Ησύχ.) «συνεκδοχικῶςσυλληπτικώς».
Dictionary of Greek. 2013.